- συός
- ὗςthe wild swinemasc/fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SUS Alba — memorata Propertio l. 4. El. 1. v. 35. Albae suis omine natam, Aeneae suit, et, Vatrone teste de R. R. l. 2. c.4 Lavinii trigintae porcos perperit albos, itaque factum triginta annis, ut Lavinenses conderent oppidum Albam. Eius Suis ac porcorum… … Hofmann J. Lexicon universale
LIBETHRA — Magnesiae fons, Musis sacer. Plin. l. 4. c. 9. Placet quibusdam, fuisse urbem in Olympo monte, torrente funditus eversam, quum iam olim oraculo praedictum esset, fore ut Libethtii ὑπὸ συὸς omnes interirent, quum Orphei ossa Sol inspexisset. Erant … Hofmann J. Lexicon universale
TAXO seu TAXUS — TAXO, seu TAXUS de animali, vox nova, neque audita, ante Scriptorem, cuius opus de Mirabilibus Scripturae, inter opera Augustini habetur, 7. aut 8. ut videtur, saeculô scriptum. Ita autem is l. 1. c. 7. Quis enim, verbigratia, lupos, cervos, et… … Hofmann J. Lexicon universale
λαχνήεις — λαχνήεις, συνηρ. τ. λαχνῆς, δωρ. τ. λαχνάεις, εσσα, εν (Α) [λάχνη] 1. τριχωτός, δασύτριχος, μαλλιαρός («ἀμφὶ συὸς κεφαλῇ καὶ δέρματι λαχνήεντι», Ομ. Ιλ.) 2. χνουδωτός, απαλός … Dictionary of Greek
ληιβοτήρ — ληϊβοτήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. ληϊβότειρα (Α) αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει τα σπαρτά («πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι συὸς ὣς ληϊβοτείρης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λήϊον «σπαρτά στην ακμή τους» + βοτήρ (< θ. βο τού βόσκω), πρβλ. μηλο… … Dictionary of Greek
συηβόλος — ον, Α αυτός που χτυπά ή φονεύει χοίρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ταυρο βόλος. Το η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
συοβοιωτοί — οἱ, Α 1. προσωνυμία τών Βοιωτών λόγω τής τραχύτητας αλλά και τού θράσους που τούς χαρακτήριζε 2. (κατά τον Ησύχ.) «οἱ Βοιωτοὶ σύες». [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + Βοιωτοί] … Dictionary of Greek
συοβοσκός — ὁ, Α χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + βοσκός (< βόσκω), πρβλ. μηλο βοσκός, χοιρο βοσκός] … Dictionary of Greek
συοβόσκης — ὁ, Α χοιροβοσκός, συβώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + βόσκω] … Dictionary of Greek
συογάστωρ — Α (κατά τον Ησύχ.) «συοφορβός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + γάστωρ (< γαστήρ)] … Dictionary of Greek